- οὔλωσις
- οὔλωσιςcicatrizationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ούλωσις — οὔλωσις, ἡ (ΑΜ) [ουλώ (II)] σχηματισμός ουλής, επούλωση, θεραπεία έλκους ή τραύματος … Dictionary of Greek
οὔλωσιν — οὔλωσις cicatrization fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλώσεως — οὐλώσεω̆ς , οὔλωσις cicatrization fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)